RSS

Η Καρδιά Του Ρολογιού

Πάνω στο κομοδίνο της γιαγιάς του Κωστάκη βρίσκεται από χρόνια ένα παλιό χρυσό ρολόϊ. Ο Κωστάκης το γνωρίζει από τον καιρό που γεννήθηκε. Η γιαγιά φαίνεται ότι τα’ αγαπάει πολύ, γιατί το προσέχει σαν τα μάτια της.
  • Πρόσεχε κόρη μου, το ρολόϊ, λέει κάθε φορά που η Κατινίτσα, η μικρή υπηρεσία, ξεσκονίζει το κομοδίνο.

Κι όταν ο Κωστάκης με την αδερφούλα του κυνηγιόνταν και τρέχουν κοντά στης γιαγιάς το κομοδίνο, γεμάτη τρόμο τους φωνάζει:
  • Μη πουλάκια μου εκεί. Μη, θα μου ρίξετε το ρολόι
  • Γιαγιά τα’ αγαπάς πολύ το ρολόι σου; Ρώτησε μια μέρα ο Κωστάκης τη γιαγιά του.
  • Ναι αγοράκι μου, πάρα πολύ τα’αγαπώ.
  • Γιατί γιαγιά;
  • Γιατί ήταν του παππού που έφυγε και πήγε στον ουρανό με τους αγγέλους.
  • Α, γι’αυτό. Και το ρολόι γιαγιά, σ’αγαπάει κι εκείνο;
  • Ξέρω κι εγώ; Είπε η γιαγιά χαμογελώντας. Ίσως.
Από τότε του Κωστάκη του μπήκε αυτή η σκέψη: Άραγε το ρολόι αγαπάει κι εκείνο τη γιαγιά;
Μια μερα η γιαγιούλα αρρώστησε. Όλοι στο σπίτι ήταν λυπημένοι. Η μαμά κι ο μπαμπάς ήταν σκεφτικοί κι αμίλητοι.
Η Κατινίτσα μπαινόβγαινε στην κουζίνα σκουπίζοντας τα μάτια και φυσώντας την μύτη της. Ο Κωστάκης με την αδερφούλα του μπαίνουν τώρα χωρίς τρεξίματα και φασαρίες στης γιαγιάς το δωμάτιο.
Ένα απόγευμα που ο Κωστάκης καθόταν πλάι στο κρεβάτι της, την άκουσε που αναστέναξε:
  • Γιατί γιαγιά μου κάνεις έτσι;
  • Μου πονάει το κεφάλι, πουλάκι μου.
 Ο Κωστάκης δεν ήθελε να ποναέι της γιαγιά του το κεφάλι. Γιατί την αγαπούσε πολύ τη γιαγιά του αυτός. Αυτός δεν ήταν αναίσθητος σαν το παλιορόγολο πανω στο κομοδίνο, που τακ τακ σαν μη συνέβαινε τίποτα. Αν λυπόταν τη γιαγιά, θα ΄πρεπε να το δείχνει. Όχι να μην αλλάξει σκοπό. Τικ, τακ, τακ, τακ. Το αναίσθητο! Τις σκέψεις αυτές τις είπε το βράδυ και στο μπαμπά του.
Καθόντουσαν στη βεράντα. Τριγύρω ήταν χυμένο το σκοτάδι. Μόνο το ασημένιο φεγγαράκι έλαμπε στον ουρανό.
  •  Θα σου πω μια ίστορία, του είπε τότε ο μπαμπάς, και θα δικαιολογήσεις το καημένο το ρολόι της γιαγιάς που δεν εκδηλώνει τη στεναχώρια του.
  • Ήταν κάποτε ένα μεγάλο ρολόι του τοίχου, απ’ αυτά που έχουν μέσα κούκο. Κάθε φορά που γινόταν στο σπίτι μια χαρά, ο κούκος άρχισε αμέσως το τραγούδι. Μα τι τραγούδι ήταν εκείνο! Μ’ αυτό έδειχνε όλη του την ευχαρίστηση το ρολόι του τοίχου. Όταν πάλι γινόταν στο σπίτι κάτι δυσάρεστο, σα να πούμε ένα από τα παιδιά αρρώσταινε ή έπεφτε και χτυπούσε, τότε ο κούκος έβαζε τα κλάματα. Κλάματα να δουν τα μάτια σου.
  • Αυτό μάλιστα! Όχι σαν το ρολόι της γιαγιάς, που δεν λυπάται καθόλου.
    Περίμενε ν’ ακούσεις τη συνέχεια αγόρι μου, είπε ο μπαμπάς. Μια μέρα μέσα σ’ εκείνο το σπίτι που καθόταν το ρολόι γίνανε δυο πράγματα την ίδια ώρα. Ενώ δηλαδή ο μπαμπάς  άνοιγε το πακέτο με τα παιχνίδια που είχε φέρει στα παιδιά του, και το ένα παιδί κρατούσε κιόλας στην αγκαλίτσα του το όμορφο κάτασπρο αρκουδάκι, κι ήταν χαρούμενο,  τ’ άλλο παιδί, με το μαχαιράκι που ο μπαμπάς έκοβε τον σπάγγο μάτωσε το χεράκι του κ’ έβαλε τα κλάματα. Το ρολόι που τα έβλεπε όλα αυτά από ψηλά δεν ήξερε τι να κάνει. Να χαρεί ή να λυπηθεί. Να τραγουδήσει ή να κλάψει.
  • Επειδή λοιπόν δεν ήξερε τι να κάνει, ρώτησε το Θεό κι Εκείνος του είπε:
  • Καλό μου ρολόι. Την ίδια στιγμή που ένας άνθρωπος έχει μια λύπη, μπορεί ένας άλλος να έχει μια μεγάλη χαρά.
  • Κι εγώ τι πρέπει να κάνω; Πως μπορώ να γελάω και να κλαίω μαζί;
  • Ούτε να κλαίς καλό μου ρολόι, ούτε να γελάς. Ν’ αγαπάς όμως όλους τους ανθρώπους και θα τους δείχνεις την αγάπη σου με το να κάνεις τη δουλειά σου σωστά και ακούραστα. Μ’ αυτό και μόνο θα τους δείχνεις πόσο τους αγαπάς

     Όταν τελείωσε η ιστορία, ο Κωστάκης έγειρε το κεφαλάκι του στο μπράτσο του μπαμπά του κι αποκοιμήθηκε. Τότε εκείνος τον πήρε στην αγκαλιά του απαλά και τον πήγε στο κρεβατάκι του. Το φεγγαράκι έλαμπε ψηλά στον ουρανό. Από τότε ο Κωστάκης δεν ξαναρώτησε αν το ρολογάκι της γιαγιάς την αγαπάει. Το ‘βλέπε που έκανε σωστά και ακούραστα την δουλεία του και ήταν ευχαριστημένος. Γιατί βέβαια το ρολογάκι αγαπούσε και την γιαγιά που ήταν άρρωστη, αγαπούσε όμως και τα παιδιά που έδειχναν χαρούμενα στην μαμά τις αντιγραφές τους, αγαπούσε και τον μπαμπά που καμάρωνε για τα καλά του τα παιδάκια, αγαπούσε και την Κατινίτσα που της έλεγε μπράβο η μαμά όταν έκανε σωστά την δουλεία της , αγαπούσε και την μαμά που ‘χε μια καρδιά γλυκειά γλυκειά σα ζάχαρη.




0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου