RSS

Ο Αργύρης ο Σκάνταλος

Ένα αγόρι της Τρίτης δημοτικού είναι ο Παυλάκης. Μία Δευτέρα που η δασκάλα του ζήτησε να της δείξει την αντιγραφή του εκείνος της είπε με καμάρι.

-Κυρία, τη  αντιγραφή μου την έγραψα στο εξοχικό μας σπίτι, που πήγαμε χτες και είναι κοντά στη θάλασσα. Και ο μπαμπάς μου είπε πως θα πηγαίνουμε εκεί κάθε Σαββατοκύριακο. Και θα διαβάζω εκεί τα μαθήματα της Δευτέρας.
 
- Καλορίζικο Παυλάκη μου το καινούργιο σας εξοχικό σπίτι, είπε η δασκάλα στο παιδί που έλαμπε ολόκληρο από τη χαρά του.
 
-Και το άλλο Σαββατοκύριακο που θα πάμε, θα φυτέψουμε δεντράκια, είπε ο μπαμπάς μου. Και θα βοηθήσω στο φύτεμα κι εγώ.


Πραγματικά. Τ΄άλλο Σάββατο ο Παυλάκης με τους γονείς ξαναπήγαν στο εξοχικό σπίτι. Τι όμορφα που ήταν εκεί! Πέρα η γαλάζια θάλασσα έλαμπε στον ήλιο, κι από την πλαγιά ερχόταν μοσχοβολιά πεύκου, θυμαριού και μέντας.

Μόλις έφτασαν, ο μπαμπάς του Παυλάκη έβαλε παλιά ρούχα και πήγε στο περιβόλι. Έσκαψε λακουβίτσες και φύτεψε μέσα σ’ αυτές τα μικρά δεντράκια που είχαν φέρει μαζί του από την πόλη. Ο Παυλάκης ανάλαβε το πότισμα.
Από εκείνη τη μέρα πως τ’ αγγαπούσε τα δεντράκια του ο Παυλάκης! Τα φρόντιζε σαν ναταν οι καλύτεροί φίλοι του. Κι αυτά μεγάλωσαν, φούντωσαν κι ήταν μια χαρά να τα βλέπεις.
 
Μια Κυριακή απόγευμα η οικογένεια του Παυλάκη περίμενε επισκέψεις. Ήταν ο  θείος, η θεία κι ο γιός τους, ο Αργύρης ο Σκάνταλος. Το Σκάνταλο δεν ήταν επίθετο, ήταν παρατσούκλι. Είχε όμως κολλήσει τόσο ταιριαστά πάνω στονν Αργύρη, που ζήτημα ήταν αν θα τούφευγε ποτέ.
 
Μόλις φτάσαν οι μουσαφιραίοι στο εξοχικό σπίτι του Παυλάκη, η πρώτη δουλεία του Αργύρη ήταν να κρεμαστεί πάνω στη σιδερένια εξώπορτα και να κάνει κούνια. Η δεύτερη να κυνηγήσει τη Μιμή, τη μικρή γάτα που η μητέρα του Παυλάκη πάντα την έπαιρνε μαζί της στο εξοχικό, κι η Τρίτη του δουλειά ήταν να πιάσει την αχλαδιά με τα δυο του χέρια και να την κουνάει τόσο δυνατά  σαν να ήθελε να την ξεριζώσει.
 

-Μη την αχλαδιά, θα την ξεριζώσεις, του φώναξε ο Παυλάκης.
-Και τι σε νοιάζει εσένα, ήταν η απάντηση του Αργύρη.

Ο Παυλάκης κατάλαβε πως δεν θα γλύτωνε το δέντρο του μ’ άλλο τρόπο είπε στον άταχτο ξάδερφό του.
-Πάω στην πλαγιά στο δάσος.
-Έρχομαι κι εγώ, απάντησε εκείνος και τον ακολούθησε.

Σαν έφτασαν στο δάσος, ο Αργύρης σκαρφάλωσε πάνω σ’ ένα πεύκο κι άρχισε να κόβει τα κλαδιά του.

- Γιατί τα κόβεις, κρίμα δεν είναι;
- Τι; Νομίζεις ότι πονάνε;
- Δεν πονάνε, αλλά χαλάει το δέντρο.
- Ας χαλάει, δεν με νοιάζει.

Ξαφνικά ένα πολύ παράξενο πράγμα έγινε. Λες και το πεύκο κατάλαβε τι είπε ο Αργύρης, άρχισε να σηκώνει ψηλά τα κλαδιά του και να φυλακίζει μέσα σ’ αυτά το άταχτο παιδί.
Ο Αργύρης προσπάθησε να βγεί μεσ’ απ’ τα κλαδιά  που είχε μπερδευτεί μα δεν τα κατάφερνε. Τότε θυμωμένος άρχισε να κάνει πιο μεγάλο κακό στο δέντρο. Τσάκιζε τα κλαδιά για να μπορέσει να βγει απ’ αυτά. Το κλαδί έσπασε γρήγορα, αλλά θεέ μου! Τι έγινε τότε! Ο Αργύρης ο Σκάνταλος βρέθηκε με τα μούτρα στο χώμα. Γρατζουνιές, αίματα, καρούμπαλο, μελανιές, και τι δεν γέμισε ο κακομοίρης. Ο Παυλάκης έτρεξε να τον βοηθήσει.
 
- Σου το έλεγα Αργύρη. Δεν πρέπει να κάνουμε κακό στα δέντρα. Πρέπει να τα έχουμε φίλους μας.
 
Να σας πω την αλήθεια δεν ξέρω αν ο Αργύρης ο Σκάνταλος έκανε από τότε φίλους του τα δέντρα. Ξέρω όμως πως φοβόταν από τότε να τους κάνει κακό, γιατί εκείνη η τούμπα από το πεύκο έμεινε άσβυστη στο μυαλό του.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου